Σάββατο 16 Απριλίου 2011

ΛΕΞΙΚΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ...


ΛΕΞΙΚΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ από το ΓΕΛΔΕ Σαπών
Επιμέλεια Κελέση Μάρθα, Πετρίδου Ευανθία απὀ την Α΄Λυκείου


1. άγνοια : I.η κατάσταση του να μη γνωρίζει κανείς κάτι.· αμάθεια.: Kόσμος βυθισμένος στο σκοτάδι της άγνοιας και του εφησυχασμού.
2. άγχος : I. συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη συνεχή δυσφορία και οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κάτι.: Hθικό / κοινωνικό / μεταφυσικό ~. . Zουν με το ~ μιας εχθρικής εισβολής / ενός μεγάλου σεισμού. Kαταπολέμηση του άγχους II. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και υπερένταση και οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια: Πάσχει κάποιος από ἀγχος.
3. ανοσία : I. η ιδιότητα αυτού που δεν αντιδρά ή δε δυσανασχετεί σε μια δυσάρεστη κατάσταση επειδή την έχει συνηθίσει: Yπέφερε τόσα στη ζωή του που έπαθε πια ~. Hθική ~.
4. αντικοινωνικός -ή -ό: I.που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς την κοινωνία ή τους θεσμούς της: Aντικοινωνική πράξη / συμπεριφορά. II. που είναι ασύμφορος για το κοινωνικό σύνολο 2. (για πρόσ.) που αποφεύγει τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους
5. αποκλίνουσα συμπεριφορά: είναι η συμπεριφορά που παρεκκλίνει από τις φυσιολογικές και δημιουργεί προβλήματα στο άτομο και στο περιβάλλον του.
6. απόρριψη : η ενέργεια του απορρίπτω. I. άρνηση να εγκρίνει κάποιος κάτι. ή να το αποδεχτεί: H ~ της αίτησής του για μιας πρότασης / μιας λύσης / ενός σχεδίου, η μη υιοθέτηση. η άρνηση να αναγνωρίσουμε σε κάποιον. την αξία που έχει ως προσωπικότητα: H ~ του παιδιού από την οικογένεια / από το σχολείο.
7. ΑΠΩΘΗΣΗ. Είναι ο βασικός και πρωταρχικός αμυντικός μηχανισμός που βρίσκεται κάτω από όλους τους άλλους μηχανισμούς. Μοιάζει με ξέχασμα, γιατί η λειτουργία του είναι να ωθεί μη αποδεκτά ψυχικά στοιχεία - ιδέες, φαντασίες, συναισθήματα ή ενορμήσεις - στο ασυνείδητο και ενεργητικά να τα κρατά μακριά από την ενημερότητα και επίγνωση του ατόμου. Άλλοι αμυντικοί μηχανισμοί όπως η μετατροπή (στη διαταραχή μετατροπής), η μετάθεση (στις φοβίες) κτλ. μπορεί να κινητοποιηθούν σε δεύτερο επίπεδο, για να συμπληρώσουν ή να ενισχύσουν την απώθηση, που είναι όμως ο πρωταρχικός μηχανισμός των διαταραχών αυτών.
8. άρνηση : I.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρνούμαι, που εκφράζει: II. ασυμφωνία, απουσία συγκατάθεσης ή αποδοχής: ~ συμμετοχής / ανάληψης ευθυνών / παραχώρησης δικαιωμάτων. III. αντίθεση, αντίδραση, ανυπακοή κάποιου σε κάτι, η μη εκτέλεση, από δημόσιο υπάλληλο, της υπηρεσίας που του ανατίθεται. IV. αντίρρηση, ασυμφωνία, αντίθεση σε σχέση με την ορθότητα, την αξία, τη χρησιμότητα (απόψεων, θεωριών, δοξασιών κ.ά.): ~ της θρησκείας / της παράδοσης / της χριστιανικής ηθικής / της υλιστικής θεωρίας. V. η αρνητική απάντηση, το να λέει κάποιος όχι.
9. αυτογνωσία: η γνώση του εαυτού μας, του χαρακτήρα μας, των αδυναμιών ή των δυνατοτήτων μας, των ελαττωμάτων ή των προτερημάτων μας· αυτεπίγνωση: H διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εθνική μας ~.
10. αυτοέλεγχος : η ικανότητα κάποιου να ελέγχει τον εαυτό του, τις πράξεις του: Xάνω τον αυτοέλεγχό μου, την αυτοκυριαρχία μου.
11. αυτοπεποίθηση η: η πεποίθηση, η εμπιστοσύνη κάποιου στον εαυτό του, στις δυνάμεις του και στις ικανότητές του: Xαρακτήρας με ~. Έχω ~. Xάνω την αυτοπεποίθησή μου. Mιλώ με ~, με σιγουριά δάνειο / για πρόσληψη. H ~ μιας πρότασης / μιας λύσης / ενός σχεδίου, η μη υιοθέτηση.
12. Βία : είναι η εμπρόθετη χρήση φυσικής δύναμης ή εξουσίας, επαπειλούμενη ή πραγματική, εναντίον ενός άλλου προσώπου, του ίδιου του εαυτού ή μιας ομάδας ανθρώπων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επέλευση ή την αυξημένη πιθανότητα επέλευσης, τραυματισμού, θανάτου, ψυχολογικής βλάβης, στρεβλής ανάπτυξης ή αποστέρησης.
13. δυσανασχέτηση: δυσαρέσκεια που εκφράζει κάποιος για κάτι. ανεπιθύμητο ή ενοχλητικό. 14. Ενσυναίσθηση: τεχνική με την οποία καταλαβαίνω τις απόψεις και τα συναισθήματα του άλλου προκειμένου να πάρουμε την θέση του και να τον συναισθανθούμε. (empathy)
15. επιθετικότητα : η ιδιότητα του επιθετικού, εκείνου που έχει την τάση να επιτίθεται: Θηρίο γνωστό για την επιθετικότητά του. μορφή ανισορροπίας που εκδηλώνεται ως διάθεση του ατόμου εχθρική και καταστρεπτική για το περιβάλλον του: H ~ συνήθως οφείλεται σε αίσθημα κατωτερότητας.
16. ΚΑΘΗΛΩΝΩ [kaθilóno] -ομαι Ρ1 : 1α. αναγκάζω κπ. να μείνει ακίνητος στη θέση του ή περιορίζω τις κινήσεις του σε έναν πολύ περιορισμένο χώρο· ακινητοποιώ: H αρρώστια τον έχει καθηλώσει στο κρεβάτι. Όλο το βράδυ έμεινε καθηλωμένος στη θέση του, δε σηκώθηκε να χορέψει. Έχανε το χρόνο του καθηλωμένος μπροστά στην τηλεόραση. H σφοδρή επίθεση του εχθρού έχει καθηλώσει μονάδες του στρατού μας. β. για κτ. που ασκεί τόσο έντονη επίδραση σε κπ., ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει: Ο λόγος του συναρπάζει και καθηλώνει το ακροατήριο. Tο βλέμμα του ψυχρό και αυστηρό σε καθηλώνει. Kαθηλώνεσαι μπροστά στην ομορφιά της φύσης. 2. (μτφ.) α. εμποδίζω κπ. να αναπτύξει κάποια δραστηριότητα: H πολιτική αβεβαιότητα μας έχει καθηλώσει και δεν προχωρούμε σε νέες επενδύσεις. β. εμποδίζω την άνοδο ή την εξέλιξη: Οι μισθοί έχουν καθηλωθεί στα περυσινά επίπεδα. Mε αυτό το σύστημα προαγωγής, πολλοί υπάλληλοι καθηλώνονται στους κατώτερους βαθμούς.
17. Νευρική ανορεξία: συμπεριφορά που εκδηλώνεται με έλλειψη όρεξης και άρνηση της τροφής. Παρατηρείται κυρίως στους εφήβους και στις νέες κοπέλες των 15- 20 χρονών αλλά μερικές φορές επίσης στα μικρά παιδιά, καθώς και στα βρέφη κατά τον απογαλακτισμό.

18. νεύρωση I. παθολογική κατάσταση των νεύρων που εκδηλώνεται: II. με σωματικά συμπτώματα: ~ του στομάχου. III. με διαταραχές στη συμπεριφορά και στην ψυχική διάθεση, παρά τις οποίες όμως ο ασθενής διατηρεί τον έλεγχο του εαυτού του και την επαφή με το περιβάλλον του· (πρβ. ψύχωση).
19. όνειρο : I. σειρά από φανταστικές παραστάσεις, συναισθήματα ή αισθήματα που δημιουργούνται στη συνείδηση κατά τη διάρκεια του ύπνου: Bλέπω ένα ~, ονειρεύομαι. Ένα άσχημο / φοβερό / παράξενο / προφητικό / σημαδιακό ~. Εξηγώ / ερμηνεύω ένα ~. Bγαίνει ένα ~, πραγματοποιείται το προφητικό του μήνυμα. Bλέπω κάποιον / κάτι. στο όνειρό μου, το(ν) ονειρεύομαι. Bλέπω στο όνειρό μου ότι, ονειρεύομαι ότι Περιεχόμενο / μελέτη / ανάλυση των ονείρων. Πρώτη η ψυχανάλυση μελέτησε επιστημονικά το ~
20. Πάθος: ο όρος «πάθος» μπορεί εκτός απ’ την αψιθυμία να σημαίνει και κάτι άλλο: την ακατανίκητη ανάγκη για κάτι, το μανιακό πόθο.
21. Παλινδρόμηση: είναι όταν ο άνθρωπος μίας ηλικίας συμπεριφέρεται με συμπεριφορές που παραπέμπουν σε νεότερες ηλικίες.
22. παραβατικός -ή -ό : που αναφέρεται στην παράβαση ή στον παραβάτη: H παραβατική συμπεριφορά των νέων. Στην ψυχολογία αναφέρεται σε άτομα που κάνουν ατοπήματα σε προσωπικό μα και διαπροσωπικό επίπεδο, καταπατώντας πολλές φορές τα ηθικά.
23. παραγκωνισμός : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραγκωνίζω, παραμερισμός: Mετά τον παραγκωνισμό του στην επιχείρηση υπέβαλε παραίτηση.
24. πειθαρχία : η υπακοή σε κανόνες που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά και τη δράση των ατόμων ενός συνόλου και εξασφαλίζουν την τάξη: ~ στους νόμους της πολιτείας. Aυστηρή ~. 25. Προβολή I. σύνολο ψυχικών και νοητικών φαινομένων και διαδικασιών, κατά τις οποίες ένα υποκείμενο: ΙΙ. αντιλαμβάνεται τον αντικειμενικό κόσμο υπό το πρίσμα των δικών του επιθυμιών, ενδιαφερόντων ή ψυχικών καταστάσεων και συμπεριφέρεται ανάλογα. ΙΙΙ. ταυτίζεται με άλλο πρόσωπο ή αποδίδει σ΄ αυτό δικές του τάσεις, επιθυμίες, συναισθήματα κτλ. ΙV. συγχέει διαφορετικά μεταξύ τους πρόσωπα και αποδίδει ιδιότητες, συμπεριφορές ή ρόλους του ενός στο άλλο
26. Προκατάληψη: I. αρνητική γνώμη, διάθεση για κάποιον. ή για κάτι., η οποία διαμορφώνεται εκ των προτέρων: Πρέπει να κρίνεις χωρίς ~. II. αρνητική προδιάθεση, στάση απέναντι σε πρόσωπα ή σε ομάδες, η οποία βασίζεται σε στερεότυπες πεποιθήσεις και όχι σε πραγματικά χαρακτηριστικά.
27. ρεαλιστής: αυτός που πιστεύει πως μία πραγματική ύπαρξη είναι ανεξάρτητη από κάθε σκέψη. Το «είναι» είναι ανεξάρτητο από το «νοείν»
28. συνειδητός -ή -ό: I. που γίνεται με επίγνωση, σκόπιμα και νηφάλια.: Συνειδητή ενέργεια / προσπάθεια. Συνειδητό ψέμα. II. για το οποίο έχουμε συνείδηση, πλήρη αντίληψη: III. που έχει συναίσθηση, επίγνωση της αποστολής, των υποχρεώσεων, των δικαιωμάτων του και που δεν αρκείται στην τυπική εκτέλεση ενός έργου ή εκπλήρωση κάποιων υποχρεώσεων: ~ πολίτης / χριστιανός / οπαδός μιας ιδεολογίας. IV.το συνειδητό, το τμήμα του ψυχικού κόσμου που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της συνειδήσεως: Tο ανθρώπινο εγώ χωρίζεται σε συνειδητό, υποσυνείδητο και ασυνείδητο
29. υποσυνείδητο: το σύνολο των ψυχικών στοιχείων τα οποία υπάρχουν στην περιφέρεια της συνειδήσεως και είναι αμυδρότατα και μόλις αντιληπτά· το σκοτεινό βάθος της συνείδησης, στο οποίο λανθάνουν επιθυμίες, παραστάσεις ή γνώσεις που η συνείδηση έχει απωθήσει ή απορρίψει: Nευρώσεις του υποσυνειδήτου.
30. Φυσιολογική συμπεριφορά: είναι η συμπεριφορά που καθορίζεται από τις νόρμες και τους κανόνες που ορίζει κάθε κοινωνικό και πολιτιστικό σύστημα.
31. ψυχαναγκασμός ο [psixanaŋgazmós] : επιβολή ψυχολογικού καταναγκασμού, η επιβολή καταναγκασμού στη συνείδηση κάποιου.
32. ψυχανάλυση η [psixanálisi] : α.μέθοδος της κλινικής ψυχολογίας που ερευνά τα ψυχικά φαινόμενα που συμβαίνουν στο βάθος της συνείδησης· το σύνολο των θεωριών του Φρόιντ και των μαθητών του, που αφορούν το συνειδητό και ασύνειδο ψυχικό βίο. β. ψυχοθεραπευτική μέθοδος που στηρίζεται στις παραπάνω θεωρίες. γ. μελέτη θέματος, έργου τέχνης κτλ. με βάση τις παραπάνω θεωρίες.
33. ψυχή η [psixí]  : 1α.το ένα από τα δύο βασικά στοιχεία που συνθέτουν την ανθρώπινη φύση: Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ~. Οι δυο τους είναι ένα σώμα, μια ~, συνεννοούνται πολύ καλά, ταιριάζουν. (τρυφερή προσφών.): ~ μου! (φιλοσ.) ~ του κόσμου, αρχή της ενότητας και της κίνησης του κόσμου σύμφωνα με μερικούς αρχαίους και νεότερους φιλοσόφους. ΦΡ βγάζω την ~ κάποιου (ανάποδα), ταλαιπωρώ
34. ψυχοπαθής -ής -ές : (ψυχιατρ.) που πάσχει από ψυχοπάθεια: Ψυχοπαθές άτομο. (ως ουσ.) ο ψυχοπαθής, θηλ. ψυχοπαθής: Ένας ~ σκότωσε δέκα παιδάκια.
35. ψύχωση : I.(ψυχιατρ.) ψυχασθένεια κατά την οποία ο ασθενής δεν αναγνωρίζει (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη νεύρωση) τη νοσηρότητά του. II. βασανιστική έμμονη ιδέα που προκαλεί ταραχή στη συνείδηση ατόμου ή συνόλου: Mαζική ~. III. (υπερβολικό πάθος, αγάπη για κτ.: Έχει ~ με τη μουσική. )





ΨΥΧΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ


Το συνειδητό είναι το επίπεδο ή τμήμα της ψυχικής λειτουργίας για το οποίο το άτομο είναι ενήμερο σ' όλες τις στιγμές. Περιλαμβάνει, επομένως, συνειδητές σκέψεις και συναισθήματα, αισθητηριακές αντιλήψεις από τον «εσωτερικό» και τον εξωτερικό κόσμο κτλ.
Το προσυνειδητό-υποσυνείδητο περιλαμβάνει κάθε ψυχικό στοιχείο που δεν βρίσκεται στην άμεση επίγνωση του ατόμου αλλά που μπορεί ν' ανακληθεί με συνειδητή προσπάθεια. Επομένως, είναι το επίπεδο ή τμήμα της ψυχικής λειτουργίας που περιέχει σκέψεις, συναισθήματα, μνήμες κτλ. που μπορούν να γίνουν συνειδητά αν επιλέξουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σ' αυτά.
Το ασυνείδητο περιέχει ιδέες, εξορμήσεις, συναισθήματα, φαντασίες που βρίσκονται έξω από τη συνειδητή αντίληψη και που δεν μπορούν να γίνουν συνειδητά με εστιασμό της προσοχής μας σ' αυτά. Όλο αυτό το υλικό έχει «σμπρωχθεί» έξω από την ενημερότητα του ατόμου - έχει απωθηθεί - επειδή θεωρήθηκε κατά κάποιο τρόπο μη αποδεκτό (π.χ. η επιθετική ενόρμηση ενός παιδιού προς τον γονιό του). Ασυνείδητα στοιχεία μπορούν να φθάσουν στο συνειδητό όταν χαλαρώσει η λογοκρισία που εξασκεί το εγώ, όπως π.χ. στα όνειρα, με την επίδραση διαφόρων φαρμάκων (π.χ. LSD) και με μορφή συμπτωμάτων στις νευρώσεις. Σημειώνουμε ότι το σύμπτωμα σύμφωνα με την ψυχοδυναμική θεωρία είναι η μεταμφιεσμένη μορφή την οποία παίρνει το απωθημένο ασυνείδητο συγκρουσιακό υλικό που επανέρχεται στο συνειδητό (άγχος, καταναγκαστική συμπεριφορά, φοβία, παθητικά-επιθετικά στοιχεία προσωπικότητας κτλ.).


1 σχόλιο:

  1. Κορίτσια, δουλέψατε με επιμέλεια, συνέπεια και με μεράκι. Το αποτέλασμα άριστο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή